See results about
Ουσιαστικό επεξεργασία. μπέρδεμα ουδέτερο. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπερδεύω. Άλλες μορφές επεξεργασία · μπερδεμός. Συγγενικά επεξεργασία.
μπέρδεμα ; The police found evidence of meddling at the crime scene. ; entanglement n, figurative (complicated situation) (μεταφορικά), μπλέξιμο, μπέρδεμα ουσ ουδ.
Greek edit. Noun edit. μπέρδεμα • (bérdema) n (plural μπερδέματα). confusion, tangle, jumble, mix-up. το μπέρδεμα των σκοινιών (the tangle of cords).
μπέρδεμα {ουδέτερο} ; mess · (επίσης: ακαταστασία, αταξία, χάλι, χάος) ; confusion · (επίσης: σάστισμα, σύγχυση) ; entanglement · (επίσης: μπλέξιμο) ; garble ; mess-up ...
αμπόδισμα και δυσκολιές και μπέρδεμα μου βάνει ( Ερωτόκρ. Ά 2029 )·. γ) ερωτικό μπλέξιμο: τσ' αγάπης τα μπερδέματα ( Ερωφ. Δ́ 108 ) ...
English translation of μπέρδεμα - Translations, examples and discussions from LingQ ... – Τι μπέρδεμα! - What a mess! Συνάντησε · λέγανε σήμερα ότι έγινε μπέρδεμα ...
Rating
(14)
Μπέρδεμα Αρωμάτων και Γεύσεων. Ο χρήστης Μπέρδεμα Αρωμάτων και. Γεύσεων ενημέρωσε την εικόνα του προφίλ του. 28 Φεβ 2024. . Ραδιοφωνική Λέσχη 97,6 και 6 ...
Rating
(88) · €€ - €€€
Το Μπέρδεμα για μας τους βόρειους είναι η σίγουρη επιλογή ποιότητας τιμής σέρβις.μουσικη τις Παρασκευές επιλογή για φίλους κ οικογένειες,πιάτα για κάθε ...
μπέρδεμα [ˈbɛrðɛma] SUBST ουδ. 1. μπέρδεμα (μπερδεμένη κατάσταση): μπέρδεμα. Durcheinander ουδ. 2. μπέρδεμα (σύγχυση: ονομάτων κτλ): μπέρδεμα. Verwechslung θηλ.